- κατάπτερος
- κατάπτεροςwingedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπτερος — κατάπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί πτερος, υπό πτερος] … Dictionary of Greek
κατάπτερον — κατάπτερος winged masc/fem acc sg κατάπτερος winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτερα — κατάπτερος winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτεροι — κατάπτερος winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NOX — I. NOX Dies in lusu Graecorum, quem ὀςτράκου περιςτροφὴν, testae conversionem, dixêre, vide infra Testa. II. NOX ab antiquis ut Dea culta fuit: eam mulieris formâ effinxêre, nigris expansis alis, quae volare videretur. Pulchra est apud Pausaniam… … Hofmann J. Lexicon universale
καταπτερώ — καταπτερῶ, όω (Α) [κατάπτερος] 1. εφοδιάζω με φτερά, φτερώνω 2. μέσ. καταπτεροῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι φτερωτός («πᾱν τὸ σῶμα κατεπτέρωτο», Απολλόδ.) … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek